-
1 κόλλα
[колла] ουσ. Θ. клей, лист бумаги.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόλλα
-
2 клей
клея (клею), προθ. о клее, на клею; α.κόλλα•растительный клей κόλλα φυτική,γόμμα•
рыбий клей ή столярный клей ψαρόκολλα, ιχθυόκολλα•
птичий клей ιξός•
резиновый клей κόλλα ελαστικού.
-
3 лист
1. (материала) το έλασμα, το φύλλο (του υλικού)- αμιάντουкрайний междудонный - мор. ακραίο - διπυθμένουоцинкованный - γαλβάνιζε (ξεν.)соединительный - стр. συνδετικό -сплошной - стр. συνεχές -2. (единица измерения печатной продукции) το φύλλ/ο, το χαρτί, η κόλλαбумажный - χαρτιού, η κόλλαволнистый - см. гофрированный3. (у растений) το φύλλοалександрийский - бот. см сенна виноградный - το αμπελόφυλλοчайный - του τσαγιού/τειου 4 (исполнительный) юр. το ένταλμα (εκτέλεσης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лист
-
4 клей
-
5 крахмал
-
6 лист
-
7 проклеивать
проклеиватьнесов, проклеить сов ποτίζω μέ κόλλα, ἀλείβω μέ κόλλα. -
8 проклейка
-и θ.1. άλειμμα με κόλλα.2. η κόλλα.3. αντικείμενο αλειμμένο. -
9 ванна
1. (сосуд, аппарат) η δεξαμενήη λεκάνη(для купанья) η μπανιέραбланшировочная пищ. - κατεργασίας λαχανικών με ζεστό νερό/ατμόзакрепляющая кфт. - στερέωσηςкрасильная - βαφής/χρωματισμούполоскательная текст. - ξεπλύματος2. (процесс мытья или купанья) το μπάνιοτο λούσιμο3. (лечение) τα λουτράη λουτροθεραπείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванна
-
10 гуммигут
η κομμορητίνη, η ρετσινό-κολλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гуммигут
-
11 заклеивать
(συγ)κολλώ (με κόλλα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклеивать
-
12 клей
η κόλλαставить на - ю εφαρμόζω/αρμόζω με -быстроотверждающийся - γρήγορης πήξης/τήξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клей
-
13 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
14 крахмаление
το αμύλωμα, το κολλά-ρισμα-ить αμυλώνω, κολλαρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крахмаление
-
15 шлихта
η υφαντουργική κόλλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шлихта
-
16 забирать
забира||тьнесов1. (брать) παίρνω:\забирать у кого́-л. τοῦ παίρνω· \забирать с собой παίρνω μαζί μου·2. (овладевать) πιάνω, καταλαμβάνω:меня \забиратьет страх μέ πιάνει φόβος·3. (при шитье) μαζεύω· ◊ \забирать в голову μοῦ κολλᾶ στό μυαλό ἡ Ιδέα. -
17 клеевой
клеев||ойприл κολλώδης, κολλοειδής:\клеевойа́я краска ἡ νερομπογιά μέ κόλλα. -
18 клей
клейм ἡ κόλλα:птичий \клей ὁ ἰξός· рыбий \клей ἡ ἰχθυόκολλα· столярный \клей ἡ ψαρόκολλα, ἡ ξυλοκολλα· резиновый \клей ἡ ἐλαστιχόκολλα. -
19 клейстер
клейстерм ἡ ἀλευρόκολλα, ἡ ἀμυλό-κολλα. -
20 краска
кра́ск||аж1. (красящее вещество) ἡ βαφή, ἡ μπογιά:акварельная \краска ἡ νερομπογιά· масляная \краска ἡ λαδομπογιά· клеевая \краска μπογιά μέ κόλλα·2. \краскаи мн. (тон, колорит) τά χρώματα·3. \краскаи мн. перен (выразительные средства) τά χρώματα, ὁ χρωματισμός·4. (румянец):\краска стыда τό χρώμα τής ντροπής· вогнать кого́-л. в \краскау κάνω κάποιον νά κοκκινίσει·5. (действие) τό βάψιμο:отдать в \краскау δίνω γιά βάψιμο· ◊ сгущать \краскаи ὁξύνω τά χρώματα
См. также в других словарях:
κόλλα — κόλλᾱ , κόλλα glue fem nom/voc/acc dual κόλλα glue fem nom/voc sg κόλλᾱ , κολλάω glue pres imperat act 2nd sg κόλλᾱ , κολλάω glue imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
κόλλα — η 1. κάθε γλοιώδης ουσία που έχει τη δυνατότητα να συνδέει δύο εφαπτόμενες επιφάνειες, όταν βρεθεί μεταξύ τους. 2. ύλη που χρησιμοποιείται για το κολλάρισμα στα πουκάμισα. 3. ολόκληρο φύλλο χαρτιού: Να αγοράσεις μια κόλλα για να γράψεις την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλᾶ — κολλάω glue pres subj act 1st sg (doric aeolic) κολλάω glue pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλᾷ — κολλάω glue pres subj mp 2nd sg κολλάω glue pres ind mp 2nd sg (epic) κολλάω glue pres subj act 3rd sg κολλάω glue pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] … Dictionary of Greek
κόλλας — κόλλᾱς , κόλλα glue fem acc pl κόλλᾱς , κόλλα glue fem gen sg (doric aeolic) κόλλᾱς , κολλάω glue imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλαι — κόλλα glue fem nom/voc pl κόλλᾱͅ , κόλλα glue fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλαν — κόλλα glue fem acc sg κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλᾶν — κόλλα glue fem gen pl (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc voc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc nom sg (doric aeolic) κολλᾶ̱ν , κολλάω glue pres inf act (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλάσθω — κολλά̱σθω , κολλάω glue pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)